πυκιμηδης...

πυκιμηδης...
    πυκιμηδής...
    πυκιμήδης, πῠκῐμηδής
    2
    (благо)разумный Hom., HH.

Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Смотреть что такое "πυκιμηδης..." в других словарях:

  • πυκιμήδης — πυκιμηδής of close masc/fem acc pl (attic epic doric) πυκιμηδής of close masc/fem nom/voc pl (doric aeolic) πυκιμηδής of close masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πυκιμηδής — ές, και πυκιμήδης, ίμηδες, Α συνετός. [ΕΤΥΜΟΛ. < πυκι (βλ. λ. πυκνός) + μηδής (< μήδεα < μήδομαι «σκέφτομαι»), πρβλ. θρασυ μηδής] …   Dictionary of Greek

  • πυκιμήδη — πυκιμηδής of close neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) πυκιμηδής of close masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) πυκιμηδής of close masc/fem acc sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πυκιμήδεα — πυκιμηδής of close neut nom/voc/acc pl (epic ionic) πυκιμηδής of close masc/fem acc sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πυκιμηδέος — πυκιμηδής of close masc/fem/neut gen sg (epic doric ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πυκιμήδεος — πυκιμηδής of close masc/fem/neut gen sg (epic doric ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»